Το Πεντελικό Όρος
Το όρος της Πεντέλης εκτείνεται στο βορειοανατολικό τμήμα του Νομού Αττικής και σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από το κέντρο της Αθήνας. Η ψηλότερη κορυφή του βουνού είναι το Πυργάρι με ύψος τα 1109 μέτρα ενώ οι υπόλοιπες κορυφές του δεν υπερβαίνουν τα 1000 μέτρα. Το βουνό ορίζεται νοτίως, δυτικά και βόρεια από τα προάστια της Πολιτείας, της Εκάλης, του Διονύσου, της Νέας και Παλαιάς Πεντέλης ενώ ανατολικά από τις περιοχές της Νέας Μάκρης και του Πικερμίου. Η συνολική έκταση του βουνού φθάνει τα 128.432 στρέμματα ενώ η Πεντέλη ως βουνό φημίζεται για το μοναδικό μάρμαρο της, το οποίο και χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαιότητα για την κατασκευή σπουδαίων μνημείων όπως ο Παρθενώνας.
Η αρχική ονομασία του βουνού ήταν Βριλησσός, ενώ κατά τους αρχαίους χρόνους ο αττικός δήμος της Πεντέλης κατοικείτο από την Αντιοχίδιο φυλή. Την μετονομασία του Βριλησσού σε Πεντέλη την οφείλουμε στον ιστορικό Παυσανία κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.
Ιστορικά στοιχεία
Η ιστορία της Πεντέλης ξεκινά από τα αρχαία χρόνια. Με βάση τους αρχαίους Έλληνες στο βουνό ζούσαν θεότητες όπως οι Νύμφες και οι Χάριτες ενώ τις πλαγιές του όρους περιδιάβαιναν ο Ερμής και ο Πάνας.
Η ίδρυση του αρχαίου Δήμου Πεντέλης (6ος αιώνας π.Χ), ο οποίος τοποθετείται στα σημερινά όρια της κεντρικής πλατείας της Αγίας Τριάδας, επιτείνει την οικιστική δραστηριότητα στους πρόποδες του Πεντελικού όρους.
Ο αρχαίος Δήμος ιδρύεται από τους Αθηναίους με αφορμή την εξόρυξη μαρμάρου από το όρος και την έναρξη λειτουργίας λατομείου στην περιοχή. Το ποιοτικότερο και πιο λευκό πεντελικό μάρμαρο, σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά μάρμαρα, θα χρησιμοποιηθεί από τα αρχές του 6ου αιώνα π.Χ για την κατασκευή και διακόσμηση σημαντικών μνημείων όπως το Ερέχθειο, το Θησείο, ο Ναός του Ολυμπίου Δίος και πλήθος άλλων.
Στη σημερινή Πεντέλη μπορεί κανείς να θαυμάσει πλήθος αρχαίων ευρημάτων και μνημείων, όπως το μοναδικό άντρο Νυμφών, το αρχαίο τείχος Καλλισίων και το Αδρειανό Υδραγωγείο.
Μετά το τέλος της ρωμαϊκής εποχής, η επικράτηση του χριστιανισμού σε όλη την πρώην ρωμαϊκή αυτοκρατορία (3ος αιώνας μ.Χ) σηματοδοτεί την έναρξη της βυζαντινής περιόδου για την Πεντέλη. Η γη της Αττικής θα δεχθεί σε όλη τη χιλιετή πορεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας και πλήθος μοναστηριών και ναών θα ιδρυθούν στην περιοχή. Πολλοί μοναχοί ήδη από την πρωτοβυζαντινή περίοδο κτίζουν ερημητήρια στο Πεντελικό όρος.
Σήμερα, ο παλαιότερος σωζόμενος βυζαντινός ναός στο όρος της Πεντέλης, ο οποίος βρίσκεται λαξευμένος στη σπηλιά του Νταβέλη, είναι ο μικρός ναός του Αγίου Σπυρίδωνος.
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης, που κατασκευάστηκε πάνω στο βράχο της σπηλιάς τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στο εσωτερικό του μικρού ναού διασώζονται δύο σπάνια λιθόγλυπτα που απεικονίζουν αγγέλους φέροντες ρομφαία και σφαίρα στην οποία σχηματίζεται σταυρός, δείγμα της υποταγής της οικουμένης στον Χριστιανισμό. Επιπρόσθετα, τμήματα της αυθεντικής τοιχογραφίας που κοσμούσαν τον ναό διασώζονται και εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Το σύνολο του ιερού ναού του Αγίου, αναπαλαιώθηκε μετά από πρωτοβουλία του Υπουργείου Πολιτισμού στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Το σημαντικότερο θρησκευτικό μνημείο της μεσοβυζαντινής περιόδου στην Πεντέλη, είναι η Ιερά Μονή Παντοκράτορος-Νταού Πεντέλης. Η Ιερά Μονή φιλοξενείται στην ανατολική πλευρά του βουνού, σε ύψος 270 μέτρων, και γειτνιάζει με τους Δήμους Πικερμίου και Ραφήνας. Η αρχική ονομασία της μονής ήταν Ταώ, η οποία οφειλόταν στο ότι η ίδια είχε κτιστεί σε κτήματα που ανήκαν σε ένα άρχοντα από την χώρα των «Ταώνων», που ταυτίζεται με την σημερινή Γεωργία.
Με την έλευση της Φραγκοκρατίας στην Αττική και την εγκατάσταση μίας γαλλικής οικογένειας με το όνομα «De Hu» κοντά στην Μονή Παντοκράτορος η τελευταία προσέλαβε μέσω παραφθοράς, το όνομα «Νταού Πεντέλη».
Άλλοι σημαντικοί ναοί της βυζαντινής περιόδου, οι οποίοι διασώζονται στο Πεντελικό όρος, είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου Καλησίων και οι Άγιοι Ασώματοι.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και η σταδιακή κατάκτηση όλων των ελληνικών εδαφών από τους Τούρκους τον 15ο αιώνα, σημαίνει την έναρξης μίας σκοτεινής και μακραίωνης περιόδου για ολόκληρο τον Ελληνισμό. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας (1453-1821) θα ταυτιστεί με την εποχή του παιδομαζώματος και του βίαιου εξισλαμισμού του ελληνικού πληθυσμού.
Η Πεντέλη ως χριστιανικό μοναστικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας (15ος-16ος αιώνας μ.Χ), θα αποτελέσει περιοχή διαφυγής και εγκατάστασης πολλών χριστιανικών οικογενειών και μοναχών από την ευρύτερη περιοχή της Αττικής, με σκοπό την αποφυγή του εξισλαμισμοὐ και την έναρξη ένοπλης αντίστασης απέναντι στον Τούρκο κατακτητή.
Επιπρόσθετα, τα μοναστήρια της περιοχής θα λειτουργήσουν ως κέντρα διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων και της χριστιανικής πίστης, ιδιαίτερα η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία ιδρύθηκε το 1578 από τον Άγιο Τιμόθεο λειτούργησε ως «Κάστρο του Έθνους» την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830 εκκινεί μία νέα εποχή για την αττική γη και το Πεντελικό όρος. Στο νεοσύστατο κράτος εγκαθίστανται πολλοί φιλέλληνες από διάφορες χώρες της Ευρώπης, λόγω της ιδιαίτερης αγάπης τους προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τις φυσικές ομορφιές της χώρας μας.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η μόνιμη εγκατάσταση και παρουσία στην Ελλάδα, της Δούκισσας της Πλακεντίας, Σοφίας Ντε Μαρμπουά. Η Δούκισσα της Πλακεντίας, γόνος Γάλλου διπλωμάτη και κάτοχος μεγάλης περιουσίας επισκέπτεται με την κόρη της για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1830 και προσφέρει μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των επαναστατημένων Ελλήνων.
Έπειτα από δέκα χρόνια, ενώ μεσολαβεί ο θάνατος της κόρης της το 1837, εγκαθίσταται μόνιμα στην Πεντέλη. Με συνδρομή του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και του μηχανικού Αλέξανδρου Γεωργαντά, ξεκινά να αγοράζει κτήματα στην περιοχή, από τις αρχές της δεκαετίας του 1840, με σκοπό να ιδρύσει το νέο Δουκάτο της.
Στα κτήματα της, που έχει αγοράσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης, αρχίζει την κατασκευή μίας σειράς μεγάρων, τα οποία θα χρησιμοποιήσει ως οικίες της. Ως κύριο οίκημα της Δούκισσας της Πλακεντίας ανεγείρεται το Καστέλλο της Ροδοδάφνης, το οποίο παίρνει την ονομασία του από τις πολλές ροδοδάφνες που υπήρχαν στο κτήμα.
Το κτίριο είναι γοτθικού ρυθμού και κατασκευάζεται από λευκό μάρμαρο ενώ μεταγενέστερα, από το 1950 έως το 1967, θα χρησιμοποιηθεί ως προσωρινή κατοικία του Βασιλέα της Ελλάδος Κωνσταντίνου Β΄
Σήμερα, χρησιμοποιείται από τον Δήμο Πεντέλης ως πολιτιστικό κέντρο του δήμου.
Το 1846 αποπερατώνεται ο μικρός ξενώνας «Plaisance-Πλακεντία», ο οποίος ονοματοδοτείται από την ιταλική επαρχία εκ της οποίας κατάγεται η Δούκισσα.
Στον σημερινό Δήμο Πεντέλης τοποθετείται και η «Maisonette», στη συμβολή των οδών Τσάκωνα και Αθανασιάδη, η οποία αποτέλεσε την προσωρινή έπαυλη της Δούκισσας της Πλακεντίας την δεκαετία του 1840. Σε κοντινή απόσταση από το κτίσμα, βρίσκεται ο αρχαιοπρεπής τάφος της Δούκισσας.
Τελευταίο και ανολοκλήρωτο κτίσμα της σειράς μεγάρων της Δούκισσας αποτελεί το «Πυργάκι» ή ««Tourelle», το οποίο προοριζόταν να έχει τη χρήση του ξενώνα. Σήμερα, ο επισκέπτης της περιοχής μπορεί να παρατηρήσει τα υπολείμματα του κτιρίου επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Πεντέλη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων της Πεντέλης στα νεότερα χρόνια. Ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Σαρακατσάνοι αποτέλεσαν την πρώτη κοινωνική ομάδα που κατοίκησε στην περιοχή και εγκαταστάθηκαν κυρίως στη σημερινή Αγία Μαρίνα Πεντέλης. Ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και διατηρούσαν τα κοπάδια τους από αιγοπρόβατα στα υψώματα του Πεντελικού όρους.
Μετά το 1930 κατέφθασαν στην περιοχή πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και έκτισαν πρόχειρα καταλύματα στην Αγία Τριάδα και προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας στην Νέα Πεντέλη. Οι ντόπιοι κάτοικοι τους υποδέχθηκαν με θέρμη, όπως το ίδιο έπραξαν και όταν πολλές οικογένειες από νησιά του Αιγαίου (Σαντορίνη, Κάρπαθο, Πάρο, Τήνο), μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαταστάθηκαν για να δουλέψουν στα λατομεία της Πεντέλης.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, πολλοί κάτοικοι από τα Μεσόγεια Αττικής μετακομίζουν στην Πεντέλη καθώς αρχίζουν να εργάζονται σε βιομηχανίες επεξεργασίας του ρετσινιού των πεύκων της περιοχής.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί άνθρωποι με καταγωγή από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο σταδιακά ανοίγουν φούρνους και ταβέρνες στην περιοχή και μετατρέπονται σε μόνιμους κατοίκους. Τέλος, αφορμή εγκατάστασης νέων δημοτών στην Πεντέλη θα σταθεί το εξαιρετικά υγιεινό κλίμα της περιοχής.
Γενικότερα, η Πεντέλη λόγω γεωγραφικής θέσης και κλίματος, μετά την δεκαετία του 1960 θα αποτελέσει ένα ελκυστικό προορισμό μόνιμης κατοικίας για όλους τους πολίτες της Αθήνας και θα χάσει οριστικά τον χαρακτήρα της παραθεριστικής περιοχής που είχε έως τότε.
Γεγονός ιδιαίτερης σημασίας στην ιστορία του Πεντελικού όρους στα μέσα της δεκαετίας του 1930, είναι η μεταφορά και η εγκατάσταση του Αστεροσκοπείου Αθηνών στην Πεντέλη από το κέντρο της πρωτεύουσας. Αρχικά το Αστεροσκοπείο Αθηνών κτίζεται στο λόφο Νυμφών στην Πνύκα, μετά από δωρεά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Σίνα, και αρχίζει να λειτουργεί το 1846.
Το Αστεροσκοπείο εξοπλίζεται άμεσα με δύο διοπτρικά τηλεσκόπια 11 και 16 εκατοστών έπειτα από δωρεές της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού και του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκκινούν οι πρώτες μετεωρολογικές και αστρονομικές παρατηρήσεις.
Την χρονική περίοδο 1941-1944, όπως όλη η ελληνική επικράτεια, η Πεντέλη θα υποστεί με τη σειρά τις φρικτές ναζιστικές θηριωδίες, ενώ προχώρησαν και στον εμπρησμό του δάσους της Παλαιάς Πεντέλης (1942) με σκοπό να μην κρύβονται οι αντάρτες μέσα σε αυτό.
Στο βουνό της Πεντέλης, πέρα από τα πολλά και αξιόλογα αρχαιολογικά και ιστορικά μνημεία, φιλοξενούνται και οργανισμοί υπερτοπικής σημασίας, όπως τα τρία νοσοκομεία που προσφέρουν στους κατοίκους της Αττικής συνεχείς και ποιοτικές ιατρικές υπηρεσίες. Αυτά τα 3 νοσοκομεία είναι, το Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Πεντέλης, το ΠΙΚΠΑ και το 414 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Γενικότερα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και τις επόμενες δεκαετίες είτε πολλοί ασθενείς με φυματίωση είτε πολλοί απλοί φυσιολάτρες Αθηναίοι σταδιακά κτίζουν παραθεριστικές κατοικίες στην Πεντέλη τις οποίες επισκέπτονται κυρίως κατά τους θερινούς μήνες.